- ἐλεεινοτέρα
- ἐλεεινοτέρᾱ , ἐλεεινόςfinding pityfem nom/voc/acc comp dualἐλεεινοτέρᾱ , ἐλεεινόςfinding pityfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐλεεινότερα — ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεεινοτέρας — ἐλεεινοτέρᾱς , ἐλεεινός finding pity fem acc comp pl ἐλεεινοτέρᾱς , ἐλεεινός finding pity fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεεινοτέραν — ἐλεεινοτέρᾱν , ἐλεεινός finding pity fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)